- ζαμπέτι
- τό1) зоол, виверра; 2) цивёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαμπέτι — το (Μ ζαπέτι και ζαπέτιον) νεοελλ. 1. κοινή ονομασία τού ζώου μοσχογαλή 2. ρητινώδες εύοσμο υγρό που παράγεται από αυτό το ζώο μσν. είδος αρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zabad] … Dictionary of Greek